Η γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία περιλαμβάνει επίμονα, επαναλαμβανόμενα προβλήματα σε σχέση με την σεξουαλική αντίδραση ή επιθυμία τα οποία προκαλούν δυσφορία και ένταση στην σχέση με τον σύντροφο.

Πολλές γυναίκες αντιμετωπίζουν πρόβλημα σεξουαλικής δυσλειτουργίας κάποια στιγμή στην ζωή τους. Η γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε ηλικιακό στάδιο της ζωής Many women experience sexual dysfunction problems at some point in their lives. Female sexual dysfunction can occur at any stage of life και μπορεί να είναι ένα συνεχόμενο φαινόμενο ή να συμβαίνει μια στο τόσο.

Υπάρχουν παραπάνω από ένα είδος γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας, τα οποία περιλαμβάνουν:

  • Χαμηλή σεξουαλική επιθυμία: Μειωμένη λίμπιντο ή έλλειψη σεξουαλικής παρακίνησης.
  • Διαταραχή της σεξουαλικής διέγερσης: Δυσκολία στην εμφάνιση διέγερσης ή δυσκολία στην διατήρηση της διέγερσης κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.
  • Οργασμική διαταραχή: Επίμονη ή επαναλαμβανόμενη δυσκολία στην επίτευξη οργασμού.
  • Διαταραχή σεξουαλικού πόνου: Κατάσταση κατά την οποία εμφανίζεται πόνος κατά την σεξουαλική διέγερση ή κατά την διάρκεια της κολπικής επαφής.

Η σεξουαλική ανταπόκριση συνδέεται με μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση φυσιολογίας, συναισθημάτων, πεποιθήσεων, εμπειριών, τρόπου ζωής και σχέσεων. Η διατάραξη οποιουδήποτε από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να επηρεάσει τη σεξουαλική απόκριση, τη διέγερση ή την σεξουαλική ικανοποίηση. Ωστόσο, η γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία είναι θεραπεύσιμη.

 

Συμπτώματα:

 

Η γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Τα σεξουαλικά προβλήματα συχνά εμφανίζονται όταν οι ορμόνες βρίσκονται σε συνεχή ροή. Τα σεξουαλικά προβλήματα μπορούν επίσης να εμφανιστούν λόγω σοβαρής ασθένειας, όπως καρκίνος, διαβήτης ή καρδιοπάθεια.

 

Τα συμπτώματα της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

  • Χαμηλή ή παντελής απουσία σεξουαλική επιθυμία.
  • Αδυναμία να διατηρηθεί η διέγερση κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης ή ανικανότητα να διεγερθεί παρά την όποια σεξουαλική επιθυμία.
  • Αδυναμία βίωσης ενός οργασμού.
  • Πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή ή την σεξουαλική πράξη.

 

 

Αίτια:

 

Παράγοντες που συμβάλλουν στην σεξουαλική δυσαρέσκεια ή δυσλειτουργία  περιλαμβάνουν:

 

  • Σωματικοί: Σωματικές καταστάσεις οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν στα σεξουαλικά προβλήματα περιλαμβάνουν αρθρίτιδα, ουροποιητικές και εντερικές δυσλειτουργίες, κόπωση, κεφαλαλγία, χειρουργείο στην πύελο και διάφορες νευρολογικές διαταραχές όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας. Ορισμένα φάρμακα όπως αντικαταθλιπτικά, φάρμακα κατά της υψηλής πίεσης, αντιινσταμινικά και φάρμακα χημειοθεραπείας μπορούν να μειώσουν την σεξουαλική διέγερση και να επηρεάσουν την δυνατότητα του σώματος να βιώσει έναν οργασμό.
  • Ορμονικοί: Η εμμηνόπαυση έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση επιπέδων των οιστρογόνων που μπορεί να οδηγήσουν σε αλλαγές στους ιστούς των γεννητικών οργάνων και στη σεξουαλική ανταπόκριση. Το δέρμα που καλύπτει την περιοχή των γεννητικών οργάνων (χειλέων) μπορεί να γίνει πιο λεπτό, εκθέτοντας περισσότερο την περιοχή της κλειτορίδας. Η αυξημένη έκθεση μπορεί μερικές φορές να μειώσει την ευαισθησία της κλειτορίδας. Η κολπική επένδυση γίνεται επίσης λεπτότερη και λιγότερο ελαστική κάτι που απαιτεί περισσότερη προσπάθεια για και περισσότερη λίπανση. Αυτοί οι παράγοντες μπορούν να προκαλέσουν οδυνηρή επαφή και καθυστέρηση οργασμών.
  • Ψυχολογικοί και κοινωνικοί: Το αθεράπευτο άγχος ή η κατάθλιψη καθώς και το μακροχρόνιο στρες μπορούν να οδηγήσουν σε σεξουαλική δυσλειτουργία. Οι μακροχρόνιες συγκρούσεις με τον σύντροφο μπορούν επίσης να μειώσουν τη σεξουαλική διέγερση.

 

Η συναισθηματική δυσφορία μπορεί να είναι και η αιτία και το αποτέλεσμα της σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

 

Παράγοντες κινδύνου:

Παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν το ρίσκο εμφάνισης σεξουαλικής δυσλειτουργίας περιλαμβάνουν:

  • Κατάθλιψη ή άγχος
  • Καρδιοπάθεια ή πάθηση των αιμοφόρων αγγείων.
  • Ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια.
  • Νευρολογικές καταστάσεις.
  • Συναισθηματικό ή ψυχολογικό στρες
  • Λήψη ορισμένων φαρμάκων όπως αντικαταθλιπτικά ή φάρμακα κατά της υψηλής αρτηριακής πίεσης.