Το σύνδρομο μηρυκασμού, που είναι επίσης γνωστό ως μηρυκασμός, είναι μια κατάσταση που επηρεάζει την λειτουργία του στομάχου και του οισοφάγου. Χαρακτηρίζεται από την αβίαστη, επαναλαμβανόμενη και ακούσια παλινδρόμηση άπεπτου φαγητού που καταναλώθηκε πρόσφατα από τον στόμαχο. Οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτό το σύνδρομο, αναμασούν το φαγητό τους και μετά είτε το ξανακαταπίνουν είτε το φτύνουν. Το σύνδρομο μηρυκασμού μπορεί να περάσει αδιάγνωστο επειδή συχνά συγχέεται με άλλες παθήσεις. Για να διαγνωσθεί το σύνδρομο μηρυκασμού, ένα άτομο πρέπει να έχει συμπτώματα που επιμένουν για εβδομάδες ή μήνες.

 

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα μπορεί να ξεκινήσουν να εμφανίζονται οποιαδήποτε στιγμή από την κατάποση του γεύματος μέχρι και 120 λεπτά μετά. Ωστόσο, το σύνηθες χρονικό διάστημα είναι μεταξύ 30 δευτερολέπτων και μίας ώρας μετά την λήξη του γεύματος. Τα συμπτώματα τείνουν να διακόπτονται όταν τα υπολείμματα του μηρυκασμού γίνονται όξινα.

Σε μερικά άτομα, η παλινδρόμηση είναι μικρή, και συμβαίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε άλλους, το περιεχόμενο μπορεί να είναι χολώδες, μικρής διάρκειας και πρέπει να αποβάλλεται. Ενώ μερικοί αναπτύσσουν συμπτώματα μετά από γεύματα, οι περισσότεροι αναπτύσσουν επεισόδια μετά από κάθε κατανάλωση τροφής, από ένα μικρό γεύμα μέχρι ένα λουκούλειο γεύμα. Σε αντίθεση με τον τυπικό εμετό, η παλινδρόμηση τυπικά περιγράφεται ως αβίαστη και αυθόρμητη. Δεν υπάρχει αναγούλα, ναυτία, καούρες, δυσωδία ή κοιλιακό άλγος που σχετίζεται με την παλινδρόμηση, όπως υπάρχει στον τυπικό έμετο. Επίσης, το άπεπτο φαγητό δεν έχει πικρή γεύση και οσμή από τα στομαχικά οξέα και την χολή.

 

Αίτια

Τα αίτια του συνδρόμου μηρυκασμού είναι άγνωστα. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει μια συσχέτιση ανάμεσα στις υποθετικές αιτίες και το ιστορικό των ασθενών με αυτή την πάθηση. Σε βρέφη και στους διανοητικά ανάπηρους, η πάθηση έχει κυρίως αποδοθεί στην υπερ-διέγερση και υπο-διέγερση από τους γονείς και τους φροντιστές τους, οδηγώντας τα άτομα να αναζητούν αυτοικανοποίηση και ερεθίσματα, λόγω της έλλειψης ή αφθονίας εξωτερικών ερεθισμάτων. Η πάθηση επίσης έχει συχνά αποδοθεί σε ένα διάστημα ασθένειας, μια περίοδο άγχους στο πρόσφατο παρελθόν του ατόμου, και σε αλλάγές στην φαρμακευτική αλλαγή.

Στους ενήλικες και στους εφήβους, τα υποθετικά αίτια γενικά ανήκουν σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες: προερχόμενα από συνήθειες, και προερχόμενα από τραύματα. Τα άτομα με προερχόμενα από συνήθειες, αίτια, γενικά έχουν ένα ιστορικό νευρογενούς βουλιμίας ή εσκεμμένης παλινδρόμησης (όπως, οι μάγοι και οι επαγγελματίες μηρυκαστές), που αναπτύσσουν μια υποσυνείδητη συνήθεια που συνεχίζει να εκδηλώνεται μόνη της χωρίς τον έλεγχο του επηρεασθέντος ατόμου. Τα άτομα με προερχόμενα από τραύματα, αίτια, περιγράφουν έναν συναισθηματικό ή σωματικό τραυματισμό, που προηγήθηκε της εμφάνισης του μηρυκασμού, συνήθως πριν από αρκετούς μήνες.

 

Επιβαρυντικοί παράγοντες

Αν και αρχικά περιγράφηκε σε βρέφη και τους αναπτυξιακά ανάπηρους, τώρα είναι ευρέως αναγνωρισμένο ότι το σύνδρομο μηρυκασμού συμβαίνει σε άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών και ικανοτήτων.

 

Επιπλοκές

Δεν υπάρχουν σαφείς ιατρικές επιπλοκές που απορρέουν από το ίδιο το σύνδρομο μηρυκασμού. Οι συνηθισμένες επιπλοκές του συνδρόμου μηρυκασμού είναι σχετικά ήπιες και ποικίλλες και περιλαμβάνουν έλλειψη βάρους, ανεπάρκειες βιταμινών και ιχνοστοιχείων, και οδοντιατρικά προβλήματα που περιλαμβάνουν τερηδονισμένα δόντια και διάβρωση του σμάλτου των δοντιών που προκαλείται από τα οξέα του στομάχου. Ευτυχώς, με την κατάλληλη θεραπεία, πολλές από τις επιπλοκές που σχετίζονται με το σύνδρομο μηρυκασμού είναι αναστρέψιμες.

 

Πρόληψη

Δεν υπάρχει γνωστή πρόληψη. Ωστόσο, φυσιολικά κίνητρα και υγιείς σχέσεις γονέων-παιδιών μπορεί να βοηθήσουν να μειωθούν οι πιθανότητες του συνδρόμου μηρυκασμού.