Ορισμός

 

Η δευτεροπαθής υπέρταση (δευτεροπαθώς αυξημένη αρτηριακή πίεση) είναι η αυξημένη αρτηριακή πίεση που είναι αποτέλεσμα μιας άλλης ιατρικής πάθησης. Η βασική υπέρταση, επίσης γνωστή και ως πρωτοπαθής υπέρταση, δεν έχει γνωστή αιτία και πιστεύεται ότι σχετίζεται με γενετικούς παράγοντες, όντας σωματικά άπραγος, όντας υπέρβαρος, και λόγω φτωχής δίαιτας.

 

Η δευτεροπαθής υπέρταση μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις που επηρεάζουν τους νεφρούς, τις αρτηρίες, την καρδιά ή το ενδοκρινικό σύστημα. Μπορεί επίσης να συμβεί κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.

 

Η κατάλληλη θεραπεία της δευτεροπαθούς υπέρτασης τυπικά περιλαμβάνει τον έλεγχο της υψηλής αρτηριακής πιέσεως και της υποκείμενες νόσου που την προκάλεσε με σκοπό να μειωθεί ο κίνδυνος σοβαρών επιπλοκών, συμπεριλαμβανομένων καρδιακών προβλημάτων, νεφρικής ανεπάρκειας και εγκεφαλικού.

 

 

 

υμπτώματα

 

Η δευτεροπαθής υπέρταση συνήθως δεν έχει ιδιαίτερα σημεία ή συμπτώματα, ακόμα και αν η αρτηριακή σου πίεση έχει φτάσει σε σημαντικά υψηλά επίπεδα. Μερικά σημεία που μπορεί να καθορίσουν αν η κατάσταση είναι δευτεροπαθής υπέρταση περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

 

Αρτηριακή πίεση που δεν ανταποκρίνεται στην φαρμακευτική αγωγή για την αρτηριακή πίεση

 

Παλιότερη φαρμακευτική αγωγή αρτηριακής πιέσεως που πλέον δεν αποδίδει

 

Ιδιαίτερα υψηλή αρτηριακή πίεση (160mmHg/100mmHg)

 

Απότομα υψηλά επίπεδα αρτηριακής πιέσεως πριν την ηλικία των 30 ετών και μετά των 55 ετών

 

Κανένα οικογενειακό ιστορικό υψηλής αρτηριακής πιέσεως

 

Χωρίς ύπαρξη παχυσαρκίας

 

Αίτια

 

Υπάρχουν πλήθος καταστάσεων που μπορεί να προκαλέσουν δευτεροπαθή υπέρταση. Αυτές περιλαμβάνουν:

 

Την χρήση αντισυλληπτικών χαπιών

 

Την χρήση συγκεκριμένων φαρμάκων και συμπληρωμάτων

 

Όντας υπέρβαρος

 

Όντας έγκυος

 

Υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος

 

Επιπλοκές σακχαρώδη διαβήτη

 

Δυσλειτουργία θυρεοειδούς αδένα

 

Σπειραματικές παθήσεις

 

Νεφραγγειακή υπέρταση

 

Σύνδρομο Cushing

 

Αλδοστερονισμός

 

Φαιοχρωμοκύττωμα

 

Υπερπαραθυρεοειδισμός

 

Στένωση της αορτής

 

Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια

 

Υπνική άπνοια

 

Επιβαρυντικοί παράγοντες

 

Ο σημαντικότερος επιβαρυντικός παράγοντας για να έχεις δευτεροπαθή υπέρταση είναι να έχεις μια ιατρική πάθηση που μπορεί να προκαλέσει υψηλή αρτηριακή πίεση, με αποτέλεσμα να επηρεάζει την λειτουργία των νεφρών, αρτηριών, καρδιάς και ενδοκρινικού συστήματος.

 

 

Επιπλοκές

 

Αν παραμείνει αθεράπευτη, οι πιθανές επιπλοκές που μπορεί να εμφανιστούν από την δευτεροπαθή υπέρταση περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

 

Μεταβολικό σύνδρομο: Ένα σύμπλεγμα διαταραχών του μεταβολισμού του σώματος που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη, καρδιακής πάθησης ή εγκεφαλικού.

 

Λέπτυνση και οίδημα των αιμοφόρων αγγείων

 

Σκλήρυνση και πάχυνση των αρτηριών

 

Λεπτά και στενά αιμοφόρα αγγεία στους νεφρούς

 

Παχιά, στενά ή σκισμένα αιμοφόρα αγγεία στους οφθαλμούς (μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση)

 

Προβλήματα μνήμης

 

Μειωμένη συγκέντρωση

 

Καρδιακή ανεπάρκεια

 

 

 

Θεραπεία

 

Η θεραπεία της δευτεροπαθούς υπέρτασης συνήθως περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή αρτηριακής υπέρτασης όπως και αλλαγές στον τρόπο ζωής για να κρατηθούν χαμηλά τα επίπεδα αρτηριακής πιέσεως. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να περιλαμβάνουν βρώση υγιεινών τροφών, διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους και καθημερινή άσκηση.

 

Η θεραπεία οποιασδήποτε υποκείμενης ιατρικής πάθησης που επηρεάζει τα επίπεδα της υψηλής αρτηριακής πίεσης είναι επίσης σημαντική με σκοπό να σταθεροποιηθεί η αρτηριακή πίεση και να μειωθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης περαιτέρω επιπλοκών.

 

Οι πιθανές φαρμακευτικές επιλογές περιλαμβάνουν:

 

Θειαζιδικά διουρητικά: Διουρητικά (χάπια διούρησης) είναι φάρμακα που δρουν στους νεφρούς και βοηθούν το σώμα να αποβάλλει τα υπερβάλλοντα επίπεδα νατρίου και ύδατος, με αποτέλεσμα την μείωση του όγκου του αίματος. Οι πιθανές παρενέργειες μπορεί να περιλαμβάνουν την συχνή ούρηση και έναν υψηλό κίνδυνο σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

 

Βήτα-αναστολείς: Οι βήτα-αναστολείς είναι φάρμακα που βοηθούν να διασταλλούν τα αιμοφόρα αγγεία και να μειώσουν το φορτίο της καρδιάς. Οι πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνουν την κόπωση, ένα μειωμένο καρδιακό ρυθμό, διαταραχές στον ύπνο και αίσθηση κρύου στα χέρια και στα πόδια.

 

Αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης: Οι αναστολείς μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτενσίνης είναι φάρμακα που βοηθούν να διασταλλούν τα αιμοφόρα αγγεία, εμποδίζοντας την σύνθεση μιας ουσίας που συστέλλει τα αιμοφόρα αγγεία. Οι πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνουν ζάλη και βήχα.

 

Αναστολείς υποδοχέων αγγειοτενσίνης II: Οι αναστολείς υποδοχέων αγγειοτενσίνης II είναι φάρμακα που βοηθούν να διασταλλούν τα αιμοφόρα αγγεία, εμποδίζοντας την σύνθεση μιας ουσίας που συστέλλει τα αιμοφόρα αγγεία.

 

Αναστολείς διαύλων ασβεστίου: Οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου είναι φάρμακα που βοηθούν στην χαλάρωση των μυών των αιμοφόρων αγγείων και αυξάνουν την παροχή αίματος και οξυγόνου στην καρδιά, ενώ ταυτόχρονα μειώνουν το φορτίο της καρδιάς. Οι πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνουν την κατακράτηση ύδατος, ζάλη και δυσκοιλιότητα.

 

Αναστολείς της ρενίνης: Οι αναστολείς της ρενίνης είναι μια ομάδα φαρμακευτικών σκευασμάτων που εμποδίζουν το ένζυμο ρενίνη να ενεργοποιήσει την διαδικασία ρύθμισης της αρτηριακής πιέσεως. Οι πιθανές παρενέργειες περιλαμβάνουν ζάλη και διάρροια.