Η Μονάδα Αιμοδυναμικής και Επεμβατικής Καρδιολογίας αντιμετωπίζει κυρίως ασθενείς με ισχαιμία του μυοκαρδίου στις διάφορες μορφές της: στηθάγχη, έμφραγμα του μυοκαρδίου. Οι ασθενείς υποβάλλονται σε στεφανιογραφία, αριστερή κοιλιογραφία και αριστερό καρδιακό καθετηριασμό για να εκτιμηθεί η πιθανότητα επαναιμάτωσης του μυοκαρδίου, αγγειοπλαστικής ή αορτοστεφανιαίας παράκαμψης. Η στεφανιαία αγγειοπλαστική (PTCA) διεξάγεται μετά από στεφανιογραφία, αν είναι δυνατόν στην ίδια στιγμή. Εκτός από την αγγειοπλαστική με μπαλόνι, η μονάδα διαθέτει τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό (περιστροφική αθηρεκτοµή (Rotablator), κατευθυνόμενη αθηρεκτομή, ενδοστεφανιαίο υπερηχογράφηµα, OCT, οπτική τομογραφία συνοχής) και ένα ευρύ φάσμα στεφανιαίων προθέσεων (stent) για τη θεραπεία οποιασδήποτε στεφανιαίας παθολογίας. Οι τελευταίες αφίξεις είναι επαναπορροφήσιμα στεντ που κρατούν τα αγγεία όσο το δυνατόν πιο ανοικτά μετά την αγγειοπλαστική, αλλά απορροφούνται εντελώς ένα χρόνο μετά, αφήνοντας ανοιχτό το αγγείο και χωρίς μεταλλική πρόθεση. Η Μονάδα είναι σε θέση να εγγυηθεί αναγκαίες και / ή επείγουσες εξετάσεις για όλες τις παθολογικές καταστάσεις. Συγκεκριμένα σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, η ομάδα είναι σε θέση να αφαιρέσει τυχόν εμπόδια στις αποφραγμένες αρτηρίες μέσα σε 30 λεπτά από την έλευση στο τμήμα Επειγόντων, όχι μόνο με το παραδοσιακό μπαλονάκι αλλά και με άλλα σύγχρονα συστήματα, όπως συσκευές μικροαπορροφήσεως (που απορροφούν θρόμβους που υπάρχουν πάντα σε αποφραγμένα στεφανιαία αγγεία) ή φίλτρα (που τοποθετούνται περιφερικά της απόφραξης για να αποτρέψουν την είσοδο των θρόμβων στην κυκλοφορία όταν ξανανοίξει το αγγείο). Η μονάδα ασχολείται επίσης με ασθενείς με βαλβιδικές και συγγενείς παθήσεις. Αντικατάσταση των αορτικών βαλβίδων διαδερμικά (TAVI) σε αορτικές στενώσεις με υψηλό χειρουργικό κίνδυνο, αντικατάσταση βαλβίδων αορτικής, μιτροειδούς και τριγλώχινας διαδερμικά με νέα χειρουργική προσθετική βαλβίδα και αντικατάσταση πνευμονικών βαλβίδων μετά από τετραλογία Fallot ή πνευμονική ατρησία. Ασθενείς με σοβαρή ανεπάρκεια μιτροειδούς που προκύπτει από τη διαστολή της αριστερής υποκινητικής κοιλίας, λόγω της παρουσίας πρωτοπαθούς ή ισχαιμικής μυοκαρδιοπάθειας μπορούν να υποβάλλονται σε θεραπεία διαδερμικά, εισάγοντας ένα ή περισσότερα κλιπ μεταξύ των δύο βαλβιδικών πτυχών που περιορίζουν ή, στις περισσότερες περιπτώσεις, εξαλείφουν την παλινδρόμηση. Σε ασθενείς με μεσοκολπική και μεσοκοιλιακή επικοινωνία, γενικά συγγενή, το έλλειμμα βασικά κλείνει διαδερμικά με διάφορες συσκευές “ομπρέλλα” ανάλογα με τον τύπο και την ανατομία του ελλείμματος που εκτιμάται προηγουμένως με καρδιακή μαγνητική τομογραφία και διοισοφάγειο τρισδιάστατο υπερηχογράφημα. Οι πνευμονικές αρτηρίες και η αορτή μπορούν επίσης να διασταλλούν (σε ​​περίπτωση αορτικής στένωσης) με διάφορους τύπους στεντ, ακόμη και να καλυφθούν για να αντιμετωπιστεί μια πιθανή ρήξη των αγγείων. Επιπλέον, η επεμβατική καρδιολογία συμβάλλει στην πρόληψη του ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, σε συνεργασία με τους Νευρολόγους, με το να κλείνουν το ανοικτό ωοειδές τρήμα, διαδερμικά, κατά την διάρκεια ενός κρυπτογενούς ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού (απουσία οποιωνδήποτε άλλων αιτιών) με σημαντική αριστερή/δεξιά διαφυγή. Το αριστερό ωτίο, περιοχή όπου σχηματίζονται και συλλέγονται θρόμβοι κατά τη διάρκεια της κολπικής μαρμαρυγής, κλείνει διαδερμικά με μια συσκευή “βύσμα”, η οποία κλείνει το ωτίο, εμποδίζοντας τους θρόμβους να απομακρυνθούν, σε ασθενείς που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τη χρόνια αντιπηκτική αγωγή. Τέλος, η θεραπεία της στένωσης των καρωτίδων με συστήματα πρόληψης των εγκεφαλικών θρομβοεμβολών κατά τη διάρκεια επεμβάσεων, τόσο με φίλτρα όσο και με σύστημα (μπαλόνι) ενδοαγγειακής παλίνδρομης ροής (MOMA), διατίθενται ακόμη και αν παραστεί έκτακτη ανάγκη. Η επεμβατική καρδιολογία συμβάλλει στη θεραπεία της σοβαρής αρτηριακής υπέρτασης που είναι ανθεκτική στη φαρμακολογική θεραπεία, τόσο με αγγειοπλαστική όσο και με τοποθέτηση στεντ στις νεφρικές αρτηρίες σε περίπτωση στένωσης νεφρικών αρτηριών, τόσο με κατάλυση με ραδιοσυχνότητες της νεφρικής αρτηρίας (συμπαθεκτομή), όπου με την παρεμπόδιση των νευρικών απολήξεων, αποτρέπονται τα νευρικά ερεθίσματα που προκαλούν ανθεκτική υπέρταση.