Τι είναι το ουρικό οξύ;

Το ουρικό οξύ είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού ή της οξειδώσεως της πουρίνης (πρωτεΐνης) στο σώμα. Παράγεται από τον καταβολισμό των πουρινών (τα συστατικά μόρια του DNA και του RNA) και συνήθως απορρίπτεται από το σώμα, από τους νεφρούς. Είναι παρόν στο αίμα σε συγκέντρωση περίπου 5mg ή 100ml και αποβάλλεται στα ούρα, σε ποσότητες που ανέρχονται σε 1g ανά ημέρα ή και λιγότερο. Η αύξηση του ουρικού οξέος στο αίμα προκαλείται συνήθως από την ανισορροπία μεταξύ της παραγωγής του και της απέκκρισής του. Το ουρικό οξύ είναι μια χημική ουσία που παράγεται όταν το σώμα μας διασπά τις τροφές που περιέχουν οργανικές ενώσεις , οι οποίες ονομάζονται πουρίνες. Τα τρόφιμα και τα ροφήματα με υψηλή περιεκτικότητα σε πουρίνη είναι τα εξής: συκώτι, αντσούγιες, σκουμπρί, μπύρα, κρασί και αποξηραμένα φασόλια.

Ωστόσο, οι πουρίνες δημιουργούνται επίσης μέσω της φυσικής διαδικασίας καταστροφής των κυττάρων μέσα στο ίδιο το σώμα. Το μεγαλύτερο μέρος του ουρικού οξέος διαλύεται στο αίμα, διηθείται μέσω των νεφρών και συνήθως αποβάλλεται με τα ούρα. Ωστόσο, το σώμα μπορεί μερικές φορές να παράγει υπερβολικό ουρικό οξύ, ή μπορεί να μην φιλτράρει αρκετή ποσότητα από αυτό. Έτσι, ένας ασθενής μπορεί να παρουσιάσει υπερουριχαιμία, το οποίο είναι το όνομα της διαταραχής που εμφανίζεται όταν έχει κανείς υπερβολικό ουρικό οξύ στο σώμα του.

Γιατί μετράμε τα επίπεδα ουρικού οξέος;

Τα υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος σχετίζονται με μια πάθηση γνωστή ως ουρική αρθρίτιδα. Αυτή η πάθηση είναι μια μορφή αρθρίτιδας, η οποία προκαλεί οίδημα των αρθρώσεων, το οποίο είναι πιο εμφανές στα πόδια και τα μεγάλα δάκτυλα των ποδιών. Μια άλλη αιτία της υπερουριχαιμίας είναι η αύξηση της καταστροφής κυττάρων στο ανθρώπινο σώμα, η οποία μπορεί να είναι το αποτέλεσμα καρκίνου ή θεραπειών κατά του καρκίνου και μπορεί να οδηγήσει στη συσσώρευση ουρικού οξέος στο σώμα.

Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης πιθανό να υπάρχει ανεπαρκές επίπεδο ουρικού οξέος στο αίμα, το οποίο αποτελεί σύμπτωμα νεφρικής ή ηπατικής νόσου. Το σύνδρομο Fanconi είναι ένα άλλο σύμπτωμα των ανεπαρκών επιπέδων ουρικού οξέος στο αίμα, κατά το οποίο τα νεφρικά σωληνάριο εμποδίζουν την απορρόφηση ουσιών όπως η γλυκόζη και το ουρικό οξύ και αντ’αυτού οι ουσίες αυτές διαβιβάζονται στη συνέχεια στα ούρα.

Αυτή η εξέταση χρησιμοποιείται πιο συχνά για τη διάγνωση, την παρακολούθηση, καθώς και τον εντοπισμό των ατόμων με ουρική αρθρίτιδα. Χρησιμοποιείται επίσης για τον έλεγχο της λειτουργίας των νεφρών μετά από τραυματισμό, καθώς και για την εύρεση της αιτίας της λιθίασης των νεφρών και χρησιμοποιείται για τη διάγνωση νεφρικών διαταραχών. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην παρακολούθηση ασθενών  που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία ώστε να διασφαλισθεί ότι δεν υπάρχει έλλειμμα ουρικού οξέος  στους ασθενείς.

Εάν πρόκειται να υποβληθείτε σε χημειοθεραπεία ή αν κάνετε χημειοθεραπεία επί του παρόντος, μπορεί να χρειαστεί να υποβληθείτε σε αυτή τη εξέταση. Άλλες περιπτώσεις που η εξέταση αυτή μπορεί να κριθεί κατάλληλη είναι εάν έχετε συχνά πέτρες στα νεφρά, εάν έχετε πόνο ή οίδημα στις αρθρώσεις που μπορεί να σχετίζεται με ουρική αρθρίτιδα ή εάν έχετε προηγουμένως διαγνωστεί με ουρική αρθρίτιδα.

Πρότυπο προετοιμασίας

Η δειγματοληψία γίνεται συνήθως το πρωί όταν επισκέπτεστε το νοσοκομείο. Ο γιατρός θα σας συμβουλεύσει αν πρέπει να είστε νηστικοί πριν από την εξέταση. Ωστόσο, συνιστάται να μην καταναλώνετε αλκοόλ, ορισμένα φάρμακα (ασπιρίνη και ιβουπροφαίνη), υψηλά επίπεδα βιταμίνης C. Ενημερώστε το γιατρό σας για οποιαδήποτε φαρμακευτική αγωγή ακολουθείτε πριν από την εξέταση.

Είναι η εξέταση επώδυνη ή επικίνδυνη;

Η εξέταση δεν είναι ούτε επικίνδυνη ούτε επώδυνη. Ο ασθενής μπορεί να αισθανθεί ένα μούδιασμα όταν η βελόνα που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του αίματος εισέλθει στο βραχίονα.

Πώς γίνεται η εξέταση;

Η εξέταση αποτελείται από μια απλή εξέταση αίματος.